- προσοικείωση
- η / προσοικείωσις, -ώσεως, ΝΑ [προσοικειῶ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσοικειώνω, εξοικείωσηνεοελλ.προσεταιρισμός, προσέλευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσοικειώσῃ — προσοικειώσηι , προσοικείωσις fem dat sg (epic) προσοικειόω assign to aor subj mid 2nd sg προσοικειόω assign to aor subj act 3rd sg προσοικειόω assign to fut ind mid 2nd sg προσοικειόω assign to aor subj mid 2nd sg προσοικειόω assign to aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)